- φελώνης
- ὁ, Αβλ. φαιλόνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
фелонь — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. φελώνης, φελόνιον и φαινώλης, φαινόλιον) в древности:… … Словарь церковнославянского языка
φαιλόνης — και φελόνης και φελώνης, ὁ, Α χοντρό πανωφόρι, φαινόλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόλης με αντιμετάθεση τών συμφώνων κατ επίδραση τών ονομ. σε όνη, όνιον, που δηλώνουν όργανο (πρβλ. περ όνη, πρι όνιον)] … Dictionary of Greek